τεττιγώδης

τεττιγώδης
τεττῑγώδης, ες,
A like a τέττιξ, Luc.Bacch.7.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • τεττιγώδης — ῶδες, Α [τέττιξ, ιγος] αυτός που μοιάζει με τέττιγα …   Dictionary of Greek

  • τεττιγῶδες — τεττῑγῶδες , τεττιγώδης like a masc/fem voc sg τεττῑγῶδες , τεττιγώδης like a neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -ώδης — ΝΜΑ β συνθετικό επιθέτων τής Αρχαίας Ελληνικής, που ανάγεται στο θέμα οδ τού ρήματος ὄζω* «έχω μυρωδιά, μυρίζω», με έκταση λόγω συνθέσεως. Η αρχική σημασία, ωστόσο, τού β συνθετικού διατηρείται σε ελάχιστα επίθετα στα οποία η σημασία τού α… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”